- ειρηνευτικός
- η , ό[ν] примирительный; умиротворяющий, успокоительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειρηνευτικός — ή, ό (Μ εἰρηνευτικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή συμβάλλει στην ειρήνευση («ειρηνευτικές προσπάθειες», «ειρηνευτική δύναμη τού ΟΗΕ») … Dictionary of Greek
ειρηνευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις. 2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλλακτικός — καταλλακτικός, ή, όν (Α) [καταλλάσσω] ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός … Dictionary of Greek
ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)